- κατεσκέδασαν
- κατασκεδάννυμιscatteraor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατασκεδάννυμι — και κατασκεδαννύω και κατασκεδάζω (Α) 1. διασκορπίζω, διασπείρω 2. χύνω πάνω σε κάτι, ραντίζω («κατάχυσμ ἕτερον γλυκὺ καὶ λιπαρόν, κἄπειτα κατεσκέδασαν θερμόν», Αριστοφ.) 3. διαδίδω φήμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκεδάννυμι «διασκορπίζω»] … Dictionary of Greek
λογείο(ν) — το (AM λογεῑον) [λογεύς] το μπροστινό μέρος τής σκηνής τού αρχαίου θεάτρου, όπου μιλούσαν οι ηθοποιοί τής τραγωδίας και τής κωμωδίας («πολλὴν ἀπὸ τοῡ λογείου καὶ τῆς σκηνῆς ἀδοξίαν αὐτοῡ κατεσκέδασαν», Πλούτ.) μσν. διδασκαλείο αρχ. 1. (γενικά)… … Dictionary of Greek